- ουλότης
- οὐλότης, -ητος, ἡ (Α) [ούλος (II)]1. η ιδιότητα τού σγουρού, το να είναι κάτι βοστρυχώδες, σγουρό, κατσαρό («εἰσὶ δὲ διαφοραὶ τῶν τριχῶν κατά τε σκληρότητα καὶ μαλακότητα... καὶ εὐθύτητα καὶ οὐλότητα», Αριστοτ.)2. το κοκκώδες, το σπυρωτό («τὴν οὐλότητα τῶν ξύλων», Θεόφρ.).
Dictionary of Greek. 2013.